πληθώρα — πληθώρᾱ , πληθώρα fullness fem nom/voc/acc dual πληθώρᾱ , πληθώρα fullness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱ , πληθώρη fullness fem nom/voc/acc dual πληθώρᾱ , πληθώρη fullness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρᾳ — πληθώρᾱͅ , πληθώρα fullness fem dat sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱͅ , πληθώρη fullness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρα — η μεγάλο πλήθος, αφθονία: Είχαμε πληθώρα τροχαίων ατυχημάτων κατά το Σαββατοκύριακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληθώρας — πληθώρᾱς , πληθώρα fullness fem acc pl πληθώρᾱς , πληθώρα fullness fem gen sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱς , πληθώρη fullness fem acc pl πληθώρᾱς , πληθώρη fullness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώραν — πληθώρᾱν , πληθώρα fullness fem acc sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱν , πληθώρη fullness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώραις — πληθώρα fullness fem dat pl πληθώρη fullness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρη — πληθώρα fullness fem nom/voc sg (epic ionic) πληθώρη fullness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρην — πληθώρα fullness fem acc sg (epic ionic) πληθώρη fullness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρης — πληθώρα fullness fem gen sg (epic ionic) πληθώρη fullness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek